- κακότροπος
- -η, -οαυτός που έχει κακούς τρόπους, δύστροπος: Μην ασχολείσαι με τον κακότροπο αυτόν άνθρωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακότροπος — malignant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότροπος — η, ο (ΑΜ κακότροπος, ον) αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος μσν. 1. κακοποιός 2. άξεστος, αγροίκος 3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον κακή διάθεση, δυστροπία μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
κακοτροπώτερον — κακότροπος malignant masc acc comp sg κακότροπος malignant neut nom/voc/acc comp sg κακότροπος malignant adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτροπωτέραις — κακότροπος malignant fem dat comp pl κακοτροπωτέρᾱͅς , κακότροπος malignant fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτρόπως — κακότροπος malignant adverbial κακότροπος malignant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότροπον — κακότροπος malignant masc/fem acc sg κακότροπος malignant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτροπώτατοι — κακότροπος malignant masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτροπώτατος — κακότροπος malignant masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτρόποις — κακότροπος malignant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτρόπου — κακότροπος malignant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)